- ορφανός
- orphelin
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὀρφανός — orphan masc nom sg ὀρφανός orphan masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek
ορφανός — ή, ό 1. αυτός που έχασε το γονιό του ή τους γονείς του: Έμειναν τα παιδιά ορφανά. 2. αυτός που δεν έχει σύντροφο ή προστάτη: Ορφανός κι έρημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ορφανός, Μιχαήλ — (1846 – 1884). Μυθιστοριογράφος και ποιητής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Έζησε πολλά χρόνια στη Σιβηρία και έγραψε διηγήματα με ήρωες τους εκεί κατάδικους, με το ψευδώνυμο Μίσχος … Dictionary of Greek
ὀρφανά — ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc pl ὀρφανά̱ , ὀρφανός orphan fem nom/voc/acc dual ὀρφανά̱ , ὀρφανός orphan fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανόν — ὀρφανός orphan masc acc sg ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc sg ὀρφανός orphan masc/fem acc sg ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανῶν — ὀρφανός orphan fem gen pl ὀρφανός orphan masc/neut gen pl ὀρφανός orphan masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανοῖς — ὀρφανός orphan masc/neut dat pl ὀρφανός orphan masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανοῖσιν — ὀρφανός orphan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀρφανός orphan masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανούς — ὀρφανός orphan masc acc pl ὀρφανός orphan masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανέ — ὀρφανός orphan masc voc sg ὀρφανός orphan masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)